- περισκυθίσαντες
- περισκυθίζωscalp in Scythian fashionaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περισκυθίζω — ΜΑ γδέρνω, αφαιρώ το τριχωτό δέρμα τής κεφαλής κατά τον τρόπο τών Σκυθών, με σκοπό τον βασανισμό τού θύματος («προσέταξε γλωσσοτομεῑν καὶ περισκυθίσαντες ἀκρωτηριάζειν», ΠΔ) 2. παθ. περισκυθίζομαι κάνω εγχείρηση για να αφαιρέσω το τριχωτό δέρμα… … Dictionary of Greek